πτελέϊνος

πτελέϊνος
πτελέ-ϊνος, η, ον,
A of elm, ξύλα, σανίς, IG12.313.27,133, cf. Thphr.HP5.3.5, IG22.1672.307, al., Inscr.Délos 504A 15 (iii B.C.): written πτελείινος, IG22.1672.151,al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πτελέινος — η, ο / πτελέϊνος, η, ον, ΝΜΑ, και πτελείϊνος, η, ον, Α [πτελέα] κατασκευασμένος από ξύλο φτελιάς …   Dictionary of Greek

  • πτελείνων — πτελέινος of elm fem gen pl πτελέινος of elm masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτελείνοις — πτελέινος of elm masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτελείνους — πτελέινος of elm masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… …   Dictionary of Greek

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • μελέινος — μελέϊνος, η, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή τού ι σε ε ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”